- προσεντέλλομαι
- Απαραγγέλλω, επιτάσσω επιπροσθέτως («ἅμα δὲ τούτοις προσενετείλατο τοῑς πρεσβευταῑς μὴ πρότερον ὡς αὑτὸν ἀπιέναι», Πόλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐντέλλομαι «δίνω εντολή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσενετειλάμην — προσεντέλλομαι enjoin aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενετείλαντο — προσεντέλλομαι enjoin aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενετείλατο — προσεντέλλομαι enjoin aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεντειλάμενοι — προσεντέλλομαι enjoin aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεντειλάμενος — προσεντέλλομαι enjoin aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)